ζώνω

ζώνω
(AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω)
1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ' άρματα του»)
2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ («έζωσε τους εχθρούς»)
3. μέσ. ζώνομαι
φοράω τα άρματα μου, εξοπλίζομαι
νεοελλ.
φρ. α) «ζώνω την εκκλησιά» — περιβάλλω την εκκλησιά με νήμα περασμένο με κερί (ψυχοκέρι) για εκτέλεση τάματος
β) «τόν έζωσαν τα φίδια» — άρχισε να φοβάται πολύ, καταλήφθηκε από μεγάλη ανησυχία
γ) παροιμ. i) «και με το βρούλλο ζώνουμαι και τον καιρό περνώ τον» — λέγεται γι' αυτούς που εκμεταλλεύονται στο έπακρο οπωσδήποτε τις περιστάσεις
ii) «εγώ τα φίδια ζώνουμαι και τα θηριά σκοτώνω» — λέγεται για τους πολύ τολμηρούς που αναλαμβάνουν επικίνδυνους άθλους
μσν.
1. φορώ κάτι
2. φρ. «ζώνομαι ζώνην ισχυράν» — αναλαμβάνω αξίωμα
αρχ.
1. (για αθλητές) περιβάλλω τη μέση μου με ζώνη για την πάλη ή την πυγμαχία
2. ζώνομαι για να εργαστώ
3. (το παθ.) ζώννυμαι
α) προσδένομαι, στερεώνομαι με ζώνες
β) φέρω ζώνες, ραβδώσεις, γραμμές
4. φρ. «ζώννυμί τινα» — αγκαλιάζω τον αντίπαλο κατά την πάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ζώσ-νυμι, με αφομοίωση. Ο τ. απαντά μόνο στην ελλ. εκτός από το λιθ. jos-ti (γ’ πρόσ. ενικ.) που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. ζούσθω
ζωννύσθω (θεσσαλ.). Στη ΝΕ ο ενεστ. ζώννυμι μεταπλάστηκε σε ζώνω από τον αόρ. έζωσα κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έλυσα-λύνω.
ΠΑΡ. ζώμα, ζώνη, ζώσις, ζώσμα, ζωστάρι(ον), ζωστήρ(ας), ζωστός, ζώστρα
αρχ.
ζωσμός, ζώστης, ζωστρίς, ζώστρον
νεοελλ.
ζώσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αναζώννυμι, αποζώννυμι, διαζώννυμι, ενζώννυμι, επιζώννυμι, καταζώννυμι, παραζώννυμι, περιζώννυμι, συνδιαζώννυμι, υποζώννυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζώνω — ζώνω, έζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζώνω — έζωσα, ζώστηκα, ζωσμένος 1. τυλίγω με ζώνη: Ζώστηκε το σπαθί του. 2. περικυκλώνω: Οι εχθροί έζωσαν την πόλη απ όλα τα μέρη. 3. «τον έζωσαν τα φίδια», τον κυρίεψε μεγάλη ανησυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαλοζώνω — ζώνω, περιβάλλω ανάλαφρα …   Dictionary of Greek

  • προζωννύω — μέσ. προζώννυμαι, Α ζώνω κάποιον από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζώννυμι / ζωννύω «ζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσζώννυμι — και προσζωννύω Α [ζώννυμι / ζωννύω / ζώνω] ζώνω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • συζώννυμι — Α 1. ζώνω μαζί 2. μέσ. συζώννυμαι α) ζώνομαι β) ζώνομαι την πανοπλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζώννυμι «ζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ενζώννυμι — ἐνζώννυμι (Α) [ζώννυμι] ζώνω, περιζώνω, περικλείω, περιβάλλω («καλωδίου δέ ἄνωθεν ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ πλῆθος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”